ἐπισωρεύσῃ

ἐπισωρεύσῃ
ἐπισωρεύσηι , ἐπισώρευσις
fem dat sg (epic)
ἐπισωρεύω
heap upon
aor subj mid 2nd sg
ἐπισωρεύω
heap upon
aor subj act 3rd sg
ἐπισωρεύω
heap upon
fut ind mid 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • επισώρευση — επισώρευση, η και επισώρεψη, η η συσσώρευση, η συνάθροιση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • επισώρευση — η (AM ἐπισώρευσις) [επισωρεύω] συσσώρευση, συνάθροιση, συγκέντρωση («θημωνιᾶς τινος ἐπισώρευσις», Ευστ.) …   Dictionary of Greek

  • πρόσχωση — η / πρόσχωσις, ώσεως, Ν Μ Α [προσχώννυμι] επισώρευση ιλύος στην όχθη ποταμού ή στην παραλία θάλασσας η οποία συντελεί στην επαύξηση τής χέρσου («πᾱσα [Αἴγυπτος]... πρόσχωσις οὖσα τοῡ Νείλου», Αριστοτ.) νεοελλ. γεωλ. 1. απόθεση γαιωδών υλικών η… …   Dictionary of Greek

  • αλλεπαλληλία — η (Μ ἀλλεπαλληλία) [ἀλλεπάλληλος] αλληλοδιάδοχη παράθεση πολλών πραγμάτων, συνέχεια (τοπικά ή χρονικά), επισώρευση, συσσώρευση, συρροή …   Dictionary of Greek

  • επίσαξη — η (Α ἐπίσαξις) [επισάττω] νεοελλ. η τοποθέτηση σάγματος (σαμαριού) πάνω σε υποζύγιο, το σαμάρωμα αρχ. 1. επισώρευση 2. γέμισμα, παραγέμισμα …   Dictionary of Greek

  • επίταση — η (AM ἐπίτασις) [επιτείνω] ενδυνάμωση, ένταση, αύξηση («επίταση τής οικονομικής δυσπραγίας») μσν. νεοελλ. επιδείνωση μσν. έντονη και διαρκής προσπάθεια, επιμονή αρχ. 1. τάση, τέντωμα («ἐν τῇ ἐπιτάσει καὶ ἀνέσει τῶν χορδῶν», Πλάτ.) 2. (για… …   Dictionary of Greek

  • επίχωμα — το (AM ἐπίχωμα) [επιχώννυμι] επισώρευση χώματος και άλλων υλικών σε κάποια θέση για ανύψωση τής επιφάνειας τού εδάφους ή για την πλήρωση κοιλωμάτων, τάφρων κ.λπ. νεοελλ. όγκος χώματος μπροστά στο χαράκωμα για προστασία από τις βολές τού πεζικού …   Dictionary of Greek

  • επισωρεία — ἐπισωρεία, ἡ (Α) επισώρευση, συσσώρευση …   Dictionary of Greek

  • επισωρευτικός — ή, ό [επίσωρευτής] αυτός που προκαλεί επισώρευση («επισωρευτικός πλούτου, συμφορών» κ.λπ.) …   Dictionary of Greek

  • μέστωσις — μέστωσις, ἡ (Α) [μεστώ] 1. πλήρωση, γέμισμα, κορεσμός 2. πλησμονή, αφθονία 3. μτφ. (στην κριτική τού λόγου) η πομπώδης λεκτική έκφραση, το παραγέμισμα, η επισώρευση λεπτομερειών …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”